Τρίτη 29 Μαΐου 2012
Τετάρτη 18 Απριλίου 2012
-Πόσο χρονών είσαι;;
-Γιατί ρωτάς;
-Δεν ξέρω...η συμπεριφορά σου είναι αλλόκοτη
-Αλλόκοτο είναι το μπρελόκ σου. Κοίτα πώς είναι! Τι το έχεις ακόμα;
-Μου το είχε δώσει αυτός. Το κρατάω γιατί του μοιάζει.
-Πολύ όμορφος ήταν ρε!
-Σταμάτα, με ενοχλεί να μου τον θυμίζεις εσύ.
-Γιατί δεν τον κουβαλάς μαζί σου; Αν τον είχες δίπλα σου δεν θα σε ενοχλούσα. Δεν θα σου μιλούσα καν, γιατί θα τον έβλεπα και θα νόμιζα ότι έχει βγει από κάποιο φρικιαστικό θρίλερ. Κι εσένα θα σε λυπόμουν.
-Αν τον έβλεπες, μάλλον δεν θα σταματούσες να τον κοιτάς. Κι εμένα δίπλα του δεν θα με έβλεπες καν.
-Αφού λες πως μοιάζει στο μπρελόκ σου! Σκεφτόμενη την όψη ενός ανθρώπου σαν αυτό, δεν μου γεννιέται καμία επιθυμία.
-Μα δεν είναι έτσι η όψη του. Έτσι είναι η ψυχή του.
-Ααα..ξέρω πολλά μαναράκια σαν του λόγου του..
-Είμαι σίγουρη...Όμως δεν μου απάντησες...πόσο χρονών είσαι;
-Γιατί ρωτάς;
-Δεν ξέρω...η συμπεριφορά σου είναι αλλόκοτη
-Αλλόκοτο είναι το μπρελόκ σου. Κοίτα πώς είναι! Τι το έχεις ακόμα;
-Μου το είχε δώσει αυτός. Το κρατάω γιατί του μοιάζει.
-Πολύ όμορφος ήταν ρε!
-Σταμάτα, με ενοχλεί να μου τον θυμίζεις εσύ.
-Γιατί δεν τον κουβαλάς μαζί σου; Αν τον είχες δίπλα σου δεν θα σε ενοχλούσα. Δεν θα σου μιλούσα καν, γιατί θα τον έβλεπα και θα νόμιζα ότι έχει βγει από κάποιο φρικιαστικό θρίλερ. Κι εσένα θα σε λυπόμουν.
-Αν τον έβλεπες, μάλλον δεν θα σταματούσες να τον κοιτάς. Κι εμένα δίπλα του δεν θα με έβλεπες καν.
-Αφού λες πως μοιάζει στο μπρελόκ σου! Σκεφτόμενη την όψη ενός ανθρώπου σαν αυτό, δεν μου γεννιέται καμία επιθυμία.
-Μα δεν είναι έτσι η όψη του. Έτσι είναι η ψυχή του.
-Ααα..ξέρω πολλά μαναράκια σαν του λόγου του..
-Είμαι σίγουρη...Όμως δεν μου απάντησες...πόσο χρονών είσαι;
Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012
Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
Δύο αεροπλάνα είχα πάνω μου ένα πρώι.Στριφογύριζαν από πάνω μου σαν κοράκια.Μακάρι να ήτανε κοράκια.Αν με πλησίαζαν αρκετά θα τα έπιανα οπωσδήποτε,θα τους έσπαγα τα φτερά μ'όλη μου τη δύναμη και θα συνέτριβα τα κεφάλια τους κάτω απ' τη βαριά μου μπότα.Ωποσδήποτε!Όμως τώρα,τι θα μπορούσα να κάνω σε δυο αεροπλάνα;Τίποτα.Το τέλος μου ήταν δεδομένο.Αντιλαμβάνοντας πόσο λίγες ώρες έχω και με τη βεβαιότητα του θανάτου μου,αποφάσισα να μην ξοδέψω το χρόνο μου στην απεγνωσμένη έρευνα τρόπων διάσωσης μου,αλλά να βρω τους αγαπημένους μου και να τους αποχαιρετήσω.
Ανέβηκα πρώτα προς το ίδρυμα (τα σιδερένια πουλιά συνέχιζαν να κάνουν κύκλους από πάνω μου) για να αποχαιρετήσω το χρυσόμαλλο σκύλο μου.Μόλις με είδε κούνησε ζωηρά την ουρά του.Τον αγκάλιασα.Θα φύγω, του είπα.Συγγνώμη που δεν θα σε κάνω ποτέ σκύλο μου.Μα σήμερα θα πεθάνω.Άρχισε να κλαίει.Τον αγκάλιασα.Έβαλε το πόδι του πάνω μου."θα έρθω μαζί σου" εννοούσε.Όχι, του είπα.Είσαι πολύ γλυκός,καλός και χρυσός για να πεθάνεις.Ζήσε πολύ καιρό ακόμα ως ένδειξη της αγάπης σου για μένα.Κι εγώ για να σου αποδείξω πόσο σ'αγαπώ θα πεθάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Κοίταξα τ' αεροπλάνα μου. Αλήθεια γυάλιζαν στον ήλιο. Έγλειψε το χέρι μου με τη ροζ-μωβ-μπλε γλώσσα του κι αγκαλιαστήκαμε. Είχαμε συμφωνία.
Στη συνέχεια κατέβηκα στην πόλη. Βρήκα το αγόρι που είχα ερωτευτεί. Τον φίλησα με τα μάτια μου από μακρυά,κι αυτός το ίδιο. Τον πλησίασα. Του είπα: "αύριο θα σε πάω για καφέ, το βράδυ θα με βγάλεις για ποτό και μέχρι το επόμενο πρωί θα είμαι δικιά σου." Μου χαμογέλασε. μου κόπηκε η αναπνοή. Ευτυχώς γιατί ήθελα να κλάψω. Συνέχισα: "Πήγαινε τώρα στην άλλη άκρη της πόλης. Εκεί είδα την πορτοκαλομάλλα κοπέλα σου. Πάλι σ' έψαχνε μ' ένα κινητό στο χέρι. Με μισεί, το βλέπω στα μάτια της. Δεν με πειράζει. Μα σήμερα, μόλις είδε τα δυο αεροπλάνα από πάνω μου, νομίζω ότι έγινε ευτυχισμένη. Το είδα στα μάτια της. Δεν πίστευα ποτέ ότι η ευτυχία έχει τόσο πικρή γεύση." Κοίταξα ψηλά. Τα αεροπλάνα μου είχαν χαμηλώσει σε σχέση με πριν. Πηγε να κοιτάξει κι αυτός ψηλά. "Μη, όχι! Μην κοιτάς ψηλά, παρά μόνο όταν ικανοποιείσαι. Αλλιώς, πίστεψε με, θα ξενερώσεις. Να κοιτάς ευθεία μέχρι την επόμενη ικανοποίηση." Τον φίλησα στα χείλη και ήμουν σίγουρη ότι θα πεθάνω. "Πρέπει να φύγω, γιατί βιάζομαι." "Θα σε δω αύριο" μου είπε. Έφυγα χωρίς να απαντήσω.
Πήγα σε μία καφετέρια όπου με περίμενε ένας φίλος μου.Σε δυό ώρες θα έφευγε για μια παγωμένη πόλη.Αναρωτήθηκα αν εκεί λόγω κρύου ζεις πιο έντονα τη ζωή σου.Όπως και να 'χει,δεν θα προλάβαινα να πάω.Του πρότεινα αν χάσει την πτήση του να πάρει ένα δικό μου αεροπλάνο.Κοίταξε ψηλά και άρχισε να γελάει.Γέλασα κι εγώ. Μια γάτα έπινε τον καφέ μου.Την χαϊδεψα στην ραχοκοκκαλιά.Τον κοίταξα.Είχε αρχίσει να διακωμωδεί το θάνατό μου.Αμυνόταν.Ήθελα να τον ρωτήσω αν θα του λείψω.Αντ' αυτού άρχισα να γελάω.Για να δικαιολογήσω τα δάκρυά μου.Αφού σταμάτησε, σκούπισα τα μάτια μου, κι έδωσα στη γάτα ένα κομμάτι κεϊκ.Μετά έβγαλα το αγαπημένο μου δαχτυλίδι και του το έδωσα για να το μεταφέρει στην αγαπημένη μου φίλη που ήταν ήδη στην παγωμένη καινούρια του χώρα.Του είπα να μου την φιλήσει και να μου την προσέχει.Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε το δαχτυλίδι.Εγώ κοίταξα πάνω.Είχαν χάσει κι άλλο ύψος όλη αυτή την ώρα.Πήγα να τον αγκαλιάσω για πρώτη και τελευταία φορά,μα η γάτα μου δάγκωσε ήρεμα και δυνατά το χέρι.Με κοίταξε στα μάτια.Ήταν δέσμιός της,δεν μου επιτρεπόταν να τον ακουμπήσω.Τον χαιρέτησα όπως πάντα από μακρυά και έφυγα.
Καθώς προχωρούσα έφτασα στο αγαπημένο μου σημείο κοντά στη θάλασσα.Παρόλο που ήταν κακός οιωνός μιας και δεν ήταν εκεί η θέση του,εγώ ένιωσα μια ανακούφιση.Κάθισα στο παγκάκι και θυμήθηκα ότι κάποτε ήθελα να ήμουν η θάλασσα.Και τότε κατάλαβα πως δεν θά 'πρεπε να ήθελα να είμαι τίποτ' άλλο πέρα από αυτό που είμαι. Ή ήμουν.Απ'τ' ακουστικά του σπασμένου mp3 μου ακουγόταν το "start wearing purple".Για μια στιγμή ξεχάστηκα τελείως.Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος με έκανε να θυμηθώ,κοίταξα πάνω,είδα τα αεροπλάνα να στροβιλίζονται φλεγόμενα προς την κατεύθυνση μου,χέστηκα πάνω μου και μετά τίποτα.
200 νεκρούς είχα εκείνη τη μέρα,κι ακόμα μετράνε. Εγώ ήμουν πια μια θολή ανάμνηση για να μετρηθώ.
Ανέβηκα πρώτα προς το ίδρυμα (τα σιδερένια πουλιά συνέχιζαν να κάνουν κύκλους από πάνω μου) για να αποχαιρετήσω το χρυσόμαλλο σκύλο μου.Μόλις με είδε κούνησε ζωηρά την ουρά του.Τον αγκάλιασα.Θα φύγω, του είπα.Συγγνώμη που δεν θα σε κάνω ποτέ σκύλο μου.Μα σήμερα θα πεθάνω.Άρχισε να κλαίει.Τον αγκάλιασα.Έβαλε το πόδι του πάνω μου."θα έρθω μαζί σου" εννοούσε.Όχι, του είπα.Είσαι πολύ γλυκός,καλός και χρυσός για να πεθάνεις.Ζήσε πολύ καιρό ακόμα ως ένδειξη της αγάπης σου για μένα.Κι εγώ για να σου αποδείξω πόσο σ'αγαπώ θα πεθάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Κοίταξα τ' αεροπλάνα μου. Αλήθεια γυάλιζαν στον ήλιο. Έγλειψε το χέρι μου με τη ροζ-μωβ-μπλε γλώσσα του κι αγκαλιαστήκαμε. Είχαμε συμφωνία.
Στη συνέχεια κατέβηκα στην πόλη. Βρήκα το αγόρι που είχα ερωτευτεί. Τον φίλησα με τα μάτια μου από μακρυά,κι αυτός το ίδιο. Τον πλησίασα. Του είπα: "αύριο θα σε πάω για καφέ, το βράδυ θα με βγάλεις για ποτό και μέχρι το επόμενο πρωί θα είμαι δικιά σου." Μου χαμογέλασε. μου κόπηκε η αναπνοή. Ευτυχώς γιατί ήθελα να κλάψω. Συνέχισα: "Πήγαινε τώρα στην άλλη άκρη της πόλης. Εκεί είδα την πορτοκαλομάλλα κοπέλα σου. Πάλι σ' έψαχνε μ' ένα κινητό στο χέρι. Με μισεί, το βλέπω στα μάτια της. Δεν με πειράζει. Μα σήμερα, μόλις είδε τα δυο αεροπλάνα από πάνω μου, νομίζω ότι έγινε ευτυχισμένη. Το είδα στα μάτια της. Δεν πίστευα ποτέ ότι η ευτυχία έχει τόσο πικρή γεύση." Κοίταξα ψηλά. Τα αεροπλάνα μου είχαν χαμηλώσει σε σχέση με πριν. Πηγε να κοιτάξει κι αυτός ψηλά. "Μη, όχι! Μην κοιτάς ψηλά, παρά μόνο όταν ικανοποιείσαι. Αλλιώς, πίστεψε με, θα ξενερώσεις. Να κοιτάς ευθεία μέχρι την επόμενη ικανοποίηση." Τον φίλησα στα χείλη και ήμουν σίγουρη ότι θα πεθάνω. "Πρέπει να φύγω, γιατί βιάζομαι." "Θα σε δω αύριο" μου είπε. Έφυγα χωρίς να απαντήσω.
Πήγα σε μία καφετέρια όπου με περίμενε ένας φίλος μου.Σε δυό ώρες θα έφευγε για μια παγωμένη πόλη.Αναρωτήθηκα αν εκεί λόγω κρύου ζεις πιο έντονα τη ζωή σου.Όπως και να 'χει,δεν θα προλάβαινα να πάω.Του πρότεινα αν χάσει την πτήση του να πάρει ένα δικό μου αεροπλάνο.Κοίταξε ψηλά και άρχισε να γελάει.Γέλασα κι εγώ. Μια γάτα έπινε τον καφέ μου.Την χαϊδεψα στην ραχοκοκκαλιά.Τον κοίταξα.Είχε αρχίσει να διακωμωδεί το θάνατό μου.Αμυνόταν.Ήθελα να τον ρωτήσω αν θα του λείψω.Αντ' αυτού άρχισα να γελάω.Για να δικαιολογήσω τα δάκρυά μου.Αφού σταμάτησε, σκούπισα τα μάτια μου, κι έδωσα στη γάτα ένα κομμάτι κεϊκ.Μετά έβγαλα το αγαπημένο μου δαχτυλίδι και του το έδωσα για να το μεταφέρει στην αγαπημένη μου φίλη που ήταν ήδη στην παγωμένη καινούρια του χώρα.Του είπα να μου την φιλήσει και να μου την προσέχει.Κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε το δαχτυλίδι.Εγώ κοίταξα πάνω.Είχαν χάσει κι άλλο ύψος όλη αυτή την ώρα.Πήγα να τον αγκαλιάσω για πρώτη και τελευταία φορά,μα η γάτα μου δάγκωσε ήρεμα και δυνατά το χέρι.Με κοίταξε στα μάτια.Ήταν δέσμιός της,δεν μου επιτρεπόταν να τον ακουμπήσω.Τον χαιρέτησα όπως πάντα από μακρυά και έφυγα.
Καθώς προχωρούσα έφτασα στο αγαπημένο μου σημείο κοντά στη θάλασσα.Παρόλο που ήταν κακός οιωνός μιας και δεν ήταν εκεί η θέση του,εγώ ένιωσα μια ανακούφιση.Κάθισα στο παγκάκι και θυμήθηκα ότι κάποτε ήθελα να ήμουν η θάλασσα.Και τότε κατάλαβα πως δεν θά 'πρεπε να ήθελα να είμαι τίποτ' άλλο πέρα από αυτό που είμαι. Ή ήμουν.Απ'τ' ακουστικά του σπασμένου mp3 μου ακουγόταν το "start wearing purple".Για μια στιγμή ξεχάστηκα τελείως.Ξαφνικά ένας εκκωφαντικός θόρυβος με έκανε να θυμηθώ,κοίταξα πάνω,είδα τα αεροπλάνα να στροβιλίζονται φλεγόμενα προς την κατεύθυνση μου,χέστηκα πάνω μου και μετά τίποτα.
200 νεκρούς είχα εκείνη τη μέρα,κι ακόμα μετράνε. Εγώ ήμουν πια μια θολή ανάμνηση για να μετρηθώ.
Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012
Ήταν κάποτε μιά λάμπα
η οποία χόρευε στις ζεστές μάζες των αερίων που εκτόπιζαν τις ψυχρές.
Ήθελε να μου πει την ιστορία της.
Είχε πολλά να πει.
Όμως ένα αγόρι δεν έπαυε για να μιλήσει.
Την κοιτούσα.
Ήθελα να της πω την ιστορία μου.
Είχα να του πω πολλά.
Όμως η αυτοπεποίθησή του και τα λόγια του με τύλιγαν.
Δεν μπορούσα να πω τίποτα.
Απλώς κοιτούσα τη λάμπα
που χόρευε στις ζεστές μάζες αερίων για μένα.
Δεν είχε νόημα, αλλά περνούσα τα βράδια μου μαζί της.
η οποία χόρευε στις ζεστές μάζες των αερίων που εκτόπιζαν τις ψυχρές.
Ήθελε να μου πει την ιστορία της.
Είχε πολλά να πει.
Όμως ένα αγόρι δεν έπαυε για να μιλήσει.
Την κοιτούσα.
Ήθελα να της πω την ιστορία μου.
Είχα να του πω πολλά.
Όμως η αυτοπεποίθησή του και τα λόγια του με τύλιγαν.
Δεν μπορούσα να πω τίποτα.
Απλώς κοιτούσα τη λάμπα
που χόρευε στις ζεστές μάζες αερίων για μένα.
Δεν είχε νόημα, αλλά περνούσα τα βράδια μου μαζί της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)